- μπαϊλντίζω
- και μπαϊλντώ1. εξαντλούμαι, καταβάλλομαι από σωματικό κάματο ή από έντονο πνευματικό ή ψυχικό πόνο, αποκάμνω από μεγάλη κούραση ή στενοχώρια («είμαι μπαϊλντισμένη από την πολλή δουλειά»)2. χάνω τις αισθήσεις μου, λιγοθυμώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayildim αόρ. τού bayilmak «λιποθυμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.